- ἀναδρόμων
- ἀνάδρομοςrunning upmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀναδρομῶν — ἀναδρομή running up fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σολομός — Όνομα διάφορων ειδών τελεόστεων ψαριών της οικογένειας των Σολομιδών ή Σαλμονιδών. Το γνωστότερο είδος είναι ο σ. ο ευρωπαϊκός (salmo salar) που ζει στον Ατλαντικό ωκεανό, από όπου, για να γενν ήσει τα αβγά του, ανεβαίνει στα εσωτερικά νερά της… … Dictionary of Greek
ηλιακό σύστημα — Ο Ήλιος και το σύνολο των ουράνιων σωμάτων, πλανητών, δορυφόρων, αστεροειδών, κομητών και μετεωριτών/μετεώρων που περιφέρονται γύρω από αυτόν σύμφωνα με τους νόμους της παγκόσμιας έλξης και τους νόμους του Κέπλερ. Μετά τις πρόσφατες όμως… … Dictionary of Greek